- ἐσπειραμένος
- ἐσπειρᾱμένος , σπειράομαιto be coiledperf part mp masc nom sg (attic)ἐσπειρᾱμένος , σπειράομαιto be coiledperf part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπειρώμαι — άομαι, ΝΑ [σπεῑρα] συστρέφομαι, περιελίσσομαι, συσπειρώνομαι («δράκοντα... ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῑον», Παυσ.) αρχ. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἐσπειραμένος (για λόγο) αυτός που περιέχει φραστικούς ελιγμούς … Dictionary of Greek